στιμάρω

στιμάρω
(λ. ιταλ.)
1. εκτιμώ, υπολογίζω.
2. (για πράγμ.), προσέχω: Δεν τα στιμάρει τα ρούχα του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στιμάρω — Ν τιμώ, εκτιμώ, σέβομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. stimare] …   Dictionary of Greek

  • στίμα — η, ΝΜ φρ. «βιβλίο(ν) τής στίμας» (κατά την φραγκοκρατία, στα νησιά τού Αιγαίου) κατάστιχο καταγραφής τών κτημάτων με την αξία τους και τον καταβλητέο φόρο νεοελλ. 1. εκτίμηση, υπόληψη, στιμάρισμα («στο χωριό του δεν τόν έχουν σε στίμα») 2. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • στιμάρισμα — το, Ν [στιμάρω] εκτίμηση, υπόληψη, στίμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”